εἰσκαλῶ

εἰσκαλῶ
εἰσκαλέω
call in
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εἰσκαλέω
call in
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
εἰσκαλέω
call in
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
εἰσκαλέω
call in
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εἰσκαλέω
call in
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εισκαλώ — εἰσκαλῶ ( έω) (Α) 1. προσκαλώ να περάσουν μέσα 2. στέλνω και καλώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • προεισκαλώ — έω, Α προσκαλώ κάποιον μέσα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσκαλώ «προσκαλώ μέσα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”